LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Leaded
/lˈɛdɪd/
/ˈɫɛdɪd/
Adjective (3)
Ορισμός και Σημασία του "leaded"
leaded
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
μόλυβδος
(of a roof or windowpane) having frames covered with or made of lead
02
μόλυβδος
treated or mixed with lead
unleaded
03
μόλυβδος
having thin strips of lead between the lines of type
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App