Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to lay into
[phrase form: lay]
01
επιτίθεμαι, επιτίθεμαι λεκτικά
to assault someone physically or verbally
Παραδείγματα
The customer laid into the manager after his meal was served cold.
Ο πελάτης επιτέθηκε στον μάνατζερ αφού του σέρβιραν το φαγητό κρύο.
The politician laid into his opponent during the debate.
Ο πολιτικός επιτέθηκε στον αντίπαλό του κατά τη διάρκεια της συζήτησης.



























