Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Launderette
01
πλυντήριο νομισμάτων, πλυντήριο αυτοεξυπηρέτησης
a place where one can wash and dry one's clothes using coin-operated machines
Dialect
British
Παραδείγματα
She went to the launderette to wash her blankets.
Πήγε στο πλυντήριο νομισμάτων για να πλύνει τις κουβέρτες της.
The launderette is open 24 hours for customer convenience.
Το πλυντήριο είναι ανοιχτό 24 ώρες για την ευκολία των πελατών.



























