Laughing
volume
British pronunciation/lˈɑːfɪŋ/
American pronunciation/ˈɫæfɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "laughing"

01

showing or feeling mirth or pleasure or happiness

laughing definition and meaning
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store