Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Laptop computer
01
φορητός υπολογιστής, λάπτοπ
a computer that is small and portable and works with a rechargeable battery
Παραδείγματα
She carries her laptop computer to work every day.
Μεταφέρει τον φορητό υπολογιστή της στη δουλειά κάθε μέρα.
The laptop computer ’s battery lasts for several hours.
Η μπαταρία του φορητού υπολογιστή διαρκεί για αρκετές ώρες.



























