LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Lap-streaked
/lˈapstɹˈiːkt/
/lˈæpstɹˈiːkt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "lap-streaked"
lap-streaked
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having overlapping hull planks
carvel-built
word family
lap-streaked
lap-streaked
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
lap-streak
lap-straked
lap-strake
lap-jointed
lap up
laparocele
laparoscope
laparoscopic cholecystectomy
laparoscopy
laparotomy
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App