LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Landgrave
/lˈandɡɹeɪv/
/ˈɫændˌɡɹeɪv/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "landgrave"
Landgrave
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a count who had jurisdiction over a large territory in medieval Germany
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
landfill
landfall
lander
landed gentry
landed estate
landholder
landholding
landing
landing approach
landing card
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App