Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
knitted
01
πλεκτός, δεμένος
describing something that has been made by interlocking loops of yarn with knitting needles
Λεξικό Δέντρο
knitted
knit
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πλεκτός, δεμένος
Λεξικό Δέντρο