Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Armed robbery
01
ένοπλη ληστεία, κλοπή με όπλο
the act of stealing property or money using a weapon
Παραδείγματα
The armed robbery at the bank left everyone terrified as the robbers threatened the staff with guns.
Η ένοπλη ληστεία στην τράπεζα άφησε όλους τρομοκρατημένους καθώς οι ληστές απείλησαν το προσωπικό με όπλα.
He was sentenced to 10 years in prison for his involvement in an armed robbery that occurred last year.
Καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκιση για τη συμμετοχή του σε μια ένοπλη ληστεία που συνέβη πέρυσι.



























