LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Jumpiness
/dʒˈʌmpɪnəs/
/dʒˈʌmpɪnəs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "jumpiness"
Jumpiness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the anxious feeling you have when you have the jitters
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
jumper lead
jumper cable
jumper
jumped-up
jump-start
jumping
jumping bean
jumping bristletail
jumping gene
jumping jack
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App