Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
judaic
01
ιουδαϊκός, σχετικός με τον ιουδαϊσμό
related to the Jew and their faith, religion, or culture
Παραδείγματα
She studied Judaic traditions to understand her heritage better.
Μελέτησε τις ιουδαϊκές παραδόσεις για να κατανοήσει καλύτερα την κληρονομιά της.
The museum featured an exhibit on ancient Judaic artifacts.
Το μουσείο παρουσίασε μια έκθεση για αρχαία ιουδαϊκά αντικείμενα.
02
ιουδαϊκός, σχετικός με τους Εβραίους
of or relating to Jews or their culture or religion
Λεξικό Δέντρο
judaic
juda



























