LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Joint venture
/dʒˈɔɪnt vˈɛntʃə/
/dʒˈɔɪnt vˈɛntʃɚ/
JV
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "joint venture"
Joint venture
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a venture by a partnership or conglomerate designed to share risk or expertise
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
joint snake
joint return
joint resolution
joint probability
joint hinge
joint-stock company
jointed
jointed charlock
jointed rush
jointer
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App