jockey
jo
ˈʤɑ
τζα
ckey
ki
κι
British pronunciation
/d‍ʒˈɒki/

Ορισμός και σημασία του "jockey"στα αγγλικά

to jockey
01

νικάω κάποιον με τέχνασμα ή εξαπάτηση, κερδίζω κάποιον με απάτη

defeat someone through trickery or deceit
to jockey definition and meaning
02

καβαλάω αγωνιστικό άλογο ως επαγγελματίας τζόκεϊ, αγωνίζομαι ως επαγγελματίας τζόκεϊ

ride a racehorse as a professional jockey
03

ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι

compete (for an advantage or a position)
01

τζόκεϊ, καβαλάρης

a person who rides horses in races
example
Παραδείγματα
The jockey guided the horse to a thrilling victory in the final race.
Ο τζόκεϊ οδήγησε το άλογο σε μια συναρπαστική νίκη στον τελικό αγώνα.
Every successful racehorse needs a skilled jockey.
Κάθε επιτυχημένο άλογο αγώνων χρειάζεται έναν επιδέξιο τζόκεϊ.
02

πιλότος, χειριστής

an operator of some vehicle or machine or apparatus
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store