Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to jockey
01
νικάω κάποιον με τέχνασμα ή εξαπάτηση, κερδίζω κάποιον με απάτη
defeat someone through trickery or deceit
02
καβαλάω αγωνιστικό άλογο ως επαγγελματίας τζόκεϊ, αγωνίζομαι ως επαγγελματίας τζόκεϊ
ride a racehorse as a professional jockey
03
ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι
compete (for an advantage or a position)
Jockey
01
τζόκεϊ, καβαλάρης
a person who rides horses in races
Παραδείγματα
The jockey guided the horse to a thrilling victory in the final race.
Ο τζόκεϊ οδήγησε το άλογο σε μια συναρπαστική νίκη στον τελικό αγώνα.
Every successful racehorse needs a skilled jockey.
Κάθε επιτυχημένο άλογο αγώνων χρειάζεται έναν επιδέξιο τζόκεϊ.
02
πιλότος, χειριστής
an operator of some vehicle or machine or apparatus



























