Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
jobless
01
άνεργος, χωρίς εργασία
not having a job
02
άεργος, αδρανής
having nothing better to do, wasting time on trivial or petty matters
Παραδείγματα
Posting those memes all day is so jobless.
Το δημοσίευμα αυτών των μιμίδιο όλη την ημέρα είναι τόσο άνεργο.
He kept arguing online like a jobless person.
Συνέχισε να διαφωνεί online σαν άνεργος.
Λεξικό Δέντρο
jobless
job



























