LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Jobbery
/dʒˈɒbəɹi/
/dʒˈɑːbɚɹi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "jobbery"
Jobbery
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
corruptness among public officials
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
jobber
job-share
job-oriented terminal
job-control language
job's tears
jobcentre
jobholder
jobless
jobseeker
jocasta
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App