LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Argufy
/ˈɑːɡəfˌaɪ/
/ˈɑːɹɡəfˌaɪ/
argufied
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "argufy"
to argufy
ΡΉΜΑ
01
have a disagreement over something
word family
argufy
argufy
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
arguer
argue with
argue the toss
argue out
argue into
arguing
argument
argumentation
argumentative
argumentatively
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App