Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
japanese
01
ιαπωνικός
relating to the country, people, culture, or language of Japan
Παραδείγματα
She studied Japanese literature in university to understand the country's cultural heritage.
Σπούδασε ιαπωνική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο για να κατανοήσει την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας.
The Japanese cuisine at the restaurant includes sushi, sashimi, and tempura.
Η ιαπωνική κουζίνα στο εστιατόριο περιλαμβάνει σούσι, σασίμι και τέμπουρα.
Japanese
Παραδείγματα
He is attending a language school to learn Japanese.
Παρακολουθεί μια σχολή γλωσσών για να μάθει Ιαπωνικά.
Japanese is her third language, after English and French.
Τα ιαπωνικά είναι η τρίτη γλώσσα της, μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά.
02
Ιάπωνας, Ιαπωνέζα
someone who is from Japan or their family came from Japan



























