Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Jackass
01
ηλίθιος, βλάκας
a man who is a stupid incompetent fool
02
αρσενικός γάιδαρος, γάιδαρος
male donkey
Λεξικό Δέντρο
jackass
jack
ass
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ηλίθιος, βλάκας
αρσενικός γάιδαρος, γάιδαρος
Λεξικό Δέντρο
jack
ass