LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Isochrone
/ˈaɪsəkɹˌəʊn/
/ˈaɪsəkɹˌoʊn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "isochrone"
Isochrone
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an isogram connecting points at which something occurs or arrives at the same time
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
isochronal
isocarboxazid
isobutylphenyl propionic acid
isobutylene
isobutyl nitrite
isochronous
isoclinal
isoclinic
isoclinic line
isocolon
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App