Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to invigilate
01
επιτηρώ, εποπτεύω
to monitor, especially during an examination, to ensure that rules are followed and cheating is prevented
Παραδείγματα
The teacher was assigned to invigilate the final exams to ensure a fair testing environment.
Ο δάσκαλος ανατέθηκε να επιτηρεί τις τελικές εξετάσεις για να διασφαλίσει ένα δίκαιο περιβάλλον δοκιμής.
During the standardized test, several proctors were present to invigilate and prevent any instances of cheating.
Κατά τη διάρκεια του τυποποιημένου τεστ, παρευρέθηκαν αρκετοί επιτηρητές για να επιτηρήσουν και να αποτρέψουν τυχόν περιπτώσεις απάτης.
Λεξικό Δέντρο
invigilation
invigilator
invigilate
invigil



























