Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to investigate
01
ερευνώ, εξετάζω
to try to find the truth about a crime, accident, etc. by carefully examining its facts
Transitive: to investigate an incident or situation
Παραδείγματα
The police were called to investigate the suspicious death.
Η αστυνομία κλήθηκε να ερευνήσει τον ύποπτο θάνατο.
The company hired a private firm to investigate the allegations of fraud.
Η εταιρεία προσέλαβε μια ιδιωτική εταιρεία για να διερευνήσει τις καταγγελίες απάτης.
02
διερευνώ, εξετάζω
to examine something scientifically, typically to discover facts or evidence
Transitive: to investigate sth
Παραδείγματα
The researchers will investigate the effects of climate change on marine ecosystems.
Οι ερευνητές θα διερευνήσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα θαλάσσια οικοσυστήματα.
Scientists will investigate the cause of the disease outbreak.
Οι επιστήμονες θα διερευνήσουν την αιτία της έξαρσης της ασθένειας.
Λεξικό Δέντρο
investigating
investigation
investigative
investigate
investig



























