LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Introjected
/ˌɪntɹədʒˈɛktɪd/
/ˌɪntɹədʒˈɛktᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "introjected"
introjected
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
incorporated unconsciously into your own psyche
word family
introject
introject
Verb
introjected
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
introject
introitus
introit
introductory
introduction
introjection
intromission
intromit
intron
intropin
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App