Intrasentential
volume
British pronunciation/ˈɪntɹəzəntˌɛnʃəl/
American pronunciation/ˈɪntɹəzəntˌɛnʃəl/

Ορισμός και Σημασία του "intrasentential"

intrasentential
01

of or relating to constituents within a sentence

word family

intrasentential

intrasentential

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store