LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Intrasentential
/ˈɪntɹəzəntˌɛnʃəl/
/ˈɪntɹəzəntˌɛnʃəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "intrasentential"
intrasentential
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to constituents within a sentence
word family
intrasentential
intrasentential
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
intrapulmonary
intraocular pressure
intraocular lens
intransitivize
intransitivity
intraspecies
intraspecific
intrastate
intrauterine
intrauterine device
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App