LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Intoned
/ɪntˈəʊnd/
/ˌɪnˈtoʊnd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "intoned"
intoned
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
uttered in a monotonous cadence or rhythm as in chanting
word family
toned
toned
Adjective
intoned
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
intone
intonational
intonation pattern
intonation
intolerantly
intoxicant
intoxicate
intoxicated
intoxicating
intoxication
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App