Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
internecine
01
εσωτερικός, καταστροφικός
involving deadly or violent conflict where all parties suffer severe losses
Παραδείγματα
The civil war turned into an internecine struggle that devastated both factions.
Ο εμφύλιος πόλεμος μετατράπηκε σε εσωτερικό αγώνα που κατέστρεψε και τις δύο παρατάξεις.
The internecine battle left no victors, only ruins and grief.
Η εσωτερική μάχη δεν άφησε νικητές, μόνο ερείπια και θλίψη.
02
εσωτερικός, αδελφοκτόνος
referring to internal disputes among members of the same group
Παραδείγματα
The company 's leadership was torn apart by internecine rivalries.
Η ηγεσία της εταιρείας καταστράφηκε από εσωτερικές αντιπαλότητες.
Political parties often suffer from internecine feuds that weaken their public image.
Τα πολιτικά κόμματα συχνά υποφέρουν από εσωτερικές διαμάχες που αποδυναμώνουν τη δημόσια εικόνα τους.



























