Interlacing
volume
British pronunciation/ˌɪntəlˈe‍ɪsɪŋ/
American pronunciation/ˌɪntɚlˈeɪsɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "interlacing"

interlacing
01

linked or locked closely together as by dovetailing

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store