LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Intercrossed
/ˌɪntəkɹˈɒst/
/ˌɪntɚkɹˈɔst/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "intercrossed"
intercrossed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
produced by crossbreeding
word family
intercrossed
intercrossed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
intercrosse
intercourse
intercostal vein
intercostal muscle
intercostal artery
intercut
interdenominational
interdental
interdental brush
interdepartmental
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App