LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Intake valve
/ˈɪnteɪk vˈalv/
/ˈɪnteɪk vˈælv/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "intake valve"
Intake valve
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a valve that controls the flow of fluid through an intake
word family
intake valve
intake valve
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
intake manifold
intake
intaglio printing
intaglio
intactness
intangibility
intangible
intangible asset
intangibleness
intarsia
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App