Inhabitation
volume
British pronunciation/ɪnhˌabɪtˈeɪʃən/
American pronunciation/ɪnˌhæbəˈteɪʃən/

Ορισμός και Σημασία του "inhabitation"

01

the act of dwelling in or living permanently in a place (said of both animals and men)

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store