Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Informant
01
πληροφοριοδότης, κατάδότης
someone who knows about an event and is ready to share this information
02
πληροφοριοδότης, κατάδότης
one that secretly provides information about something or someone for the police or investigators
Παραδείγματα
The police relied on an informant to crack the major drug case.
Η αστυνομία βασίστηκε σε έναν πληροφοριοδότη για να λύσει τη μεγάλη υπόθεση ναρκωτικών.
An informant provided crucial details that led to the arrest of the suspects.
Ένας πληροφοριοδότης παρείχε κρίσιμες λεπτομέρειες που οδήγησαν στη σύλληψη των ύποπτων.



























