Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
indoor
01
εσωτερικός, σε εσωτερικό χώρο
(of a place, space, etc.) situated inside a building, house, etc.
Παραδείγματα
The indoor pool at the gym provides a convenient option for swimming regardless of the weather outside.
Η κλειστή πισίνα στο γυμναστήριο προσφέρει μια βολική επιλογή για κολύμπι ανεξάρτητα από τον καιρό έξω.
Indoor basketball courts offer a controlled environment for players to practice and compete.
Οι κλειστοί γήπεδα μπάσκετ προσφέρουν ένα ελεγχόμενο περιβάλλον για τους παίκτες να προπονούνται και να ανταγωνίζονται.
1.1
εσωτερικός, οικιακός
related to the conditions or environment inside buildings or enclosed spaces
Παραδείγματα
Maintaining good indoor air quality is essential for a healthy living environment.
Η διατήρηση καλής ποιότητας εσωτερικού αέρα είναι απαραίτητη για ένα υγιές περιβάλλον διαβίωσης.
Indoor air pollutants can come from sources like cleaning products, dust, and pet dander.
Οι εσωτερικοί ρύποι μπορούν να προέρχονται από πηγές όπως τα καθαριστικά προϊόντα, τη σκόνη και τα πετρόχαρτα.
02
εσωτερικός, σε εσωτερικό χώρο
(of sports, activities, etc.) taking place within a building or enclosed space
Παραδείγματα
The gym offers a variety of indoor sports, including basketball and volleyball.
Το γυμναστήριο προσφέρει μια ποικιλία κλειστών αθλημάτων, συμπεριλαμβανομένων του μπάσκετ και του βόλεϊ.
They prefer indoor workouts, such as yoga and aerobics, especially during cold weather.
Προτιμούν τις εσωτερικές ασκήσεις, όπως η γιόγκα και η αερόμπικ, ειδικά κατά τη διάρκεια του κρύου καιρού.
03
εσωτερικός, για εσωτερικούς χώρους
intended to exist or be used inside a building
Παραδείγματα
They bought indoor plants that thrive in low light and room temperatures.
Αγόρασαν ενδοτερικά φυτά που ευδοκιμούν σε χαμηλό φως και θερμοκρασία δωματίου.
She prefers using indoor slippers that keep her feet warm on hardwood floors.
Προτιμά να χρησιμοποιεί εσωτερικές παντόφλες που κρατούν τα πόδια της ζεστά σε ξύλινα δάπεδα.



























