Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
individualistic
01
ατομικιστικός
with minimally restricted freedom in commerce
02
ατομικιστικός
marked by or expressing individuality
Λεξικό Δέντρο
individualistic
individualist
individual
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ατομικιστικός
ατομικιστικός
Λεξικό Δέντρο