Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
indescribable
01
απερίγραπτος, ανείπωτος
impossible to put into words for being too good, bad, or unusual
Λεξικό Δέντρο
indescribably
indescribable
describable
describe
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απερίγραπτος, ανείπωτος
Λεξικό Δέντρο