Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in vain
01
μάταια, χωρίς επιτυχία
without success or achieving the desired result
Παραδείγματα
Despite hours of searching, the lost keys were found in vain, and she had to get a spare set.
Παρά ώρες αναζήτησης, τα χαμένα κλειδιά βρέθηκαν μάταια, και έπρεπε να πάρει ένα εφεδρικό σετ.
He tried to convince them to change their decision, but his efforts were in vain, and the plan proceeded as initially intended.
Προσπάθησε να τους πείσει να αλλάξουν την απόφασή τους, αλλά οι προσπάθειές του ήταν μάταιες, και το σχέδιο προχώρησε όπως αρχικά προοριζόταν.



























