LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In vacuo
/ɪn vˈakjuːˌəʊ/
/ɪn vˈækjuːˌoʊ/
Adverb (2)
Ορισμός και Σημασία του "in vacuo"
in vacuo
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a vacuum
02
in isolation and without reference to anything else
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in utero
in use
in unison with
in two ways
in two shakes
in vain
in vain the net is spread in the sight of the bird
in view of
in vino veritas
in vitro
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App