LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In the main
/ɪnðə mˈeɪn/
/ɪnðə mˈeɪn/
Adverb (2)
Ορισμός και Σημασία του "in the main"
in the main
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
without distinction of one from others
specifically
02
for the most part
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in the loop
in the long run
in the least
in the lead
in the lap of the gods
in the making
in the meantime
in the middle of nowhere
in the midst
in the midst of
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App