Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in the altogether
/ɪnðɪ ˌɔːltəɡˈɛðɚ/
/ɪnðɪ ˌɔːltəɡˈɛðə/
in the altogether
01
γυμνός σαν το χέρι, ολόγυμνος
(used informally) completely unclothed
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γυμνός σαν το χέρι, ολόγυμνος