LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In stock
/ɪn stˈɒk/
/ɪn stˈɑːk/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "in stock"
in stock
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
available for use or sale
02
treat to strengthen and improve the luster
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in stitches
in step with
in stages
in spite of appearance
in spite of
in stone
in store
in stride
in style
in summary
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App