LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In short
/ɪn ʃˈɔːt/
/ɪn ʃˈɔːɹt/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "in short"
in short
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
εν συντομία
in a way that efficiently captures essential details without unnecessary elaboration
briefly
concisely
shortly
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App