LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In height
/ɪn hˈaɪt/
/ɪn hˈaɪt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "in height"
in height
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having a specified height
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in haste
in harness
in harmony with
in hands
in hand
in her own right
in her right mind
in hiding
in high dudgeon
in high gear
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App