LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In demand
/ɪn dɪmˈand/
/ɪn dɪmˈænd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "in demand"
in demand
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
greatly desired
word family
in demand
in demand
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in defense
in deep water
in day
in darkness
in danger
in detail
in dire straits
in dishabille
in dribs and drabs
in due course
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App