LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Σύνδεση
LanGeek Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Σύνδεση
Αναζήτηση
In condition
/ɪn kəndˈɪʃən/
/ɪn kəndˈɪʃən/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "in condition"
in condition
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
physically fit
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in concurrence with
in conclusion
in concert with
in compliance with
in comparison
in conformity with
in congruence with
in conjunction with
in connection with
in consequence
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κάρτες προς διαμοιρασμό
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App