Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in all
01
συνολικά, όλα μαζί
the total number or amount when everything is added together
Παραδείγματα
She has visited ten countries in all.
Έχει επισκεφτεί δέκα χώρες συνολικά.
There were fifteen guests in all at the dinner party.
Υπήρχαν συνολικά δεκαπέντε καλεσμένοι στο δείπνο.



























