LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In all
/ɪn ˈɔːl/
/ɪn ˈɔːl/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "in all"
in all
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
with everything included or counted
word family
in all
in all
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in alignment with
in aid of
in agreement with
in agreement
in advance
in all honesty
in all likelihood
in all probability
in an elaborate way
in and of itself
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App