Immunosuppressant
volume
British pronunciation/ɪmjˈuːnəsəpɹˌɛsənt/
American pronunciation/ɪmjˈuːnəsəpɹˌɛsənt/

Ορισμός και Σημασία του "immunosuppressant"

Immunosuppressant
01

a drug that lowers the body's normal immune response

word family

immunosuppressant

immunosuppressant

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store