LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Iminazole
/ɪmˈɪnɐzˌəʊl/
/ɪmˈɪnɐzˌoʊl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "iminazole"
Iminazole
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an organic base C3H4N2; a histamine inhibitor
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
imide
imidazole
imbue
imbrue
imbroglio
imipramine
imitate
imitation
imitation is the sincerest form of flattery
imitation leather
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App