Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
illustrative
01
εικονογραφικός, εξηγηματικός
clarifying by use of examples
02
εικονογραφητικός, επεξηγηματικός
providing clear examples or demonstrations to help explain something
Παραδείγματα
The photographs in the textbook were illustrative of various geological formations.
Οι φωτογραφίες στο σχολικό βιβλίο ήταν ενδεικτικές διαφόρων γεωλογικών σχηματισμών.
The chart was illustrative of the company's growth over the past decade.
Το γράφημα ήταν ενδεικτικό της ανάπτυξης της εταιρείας την τελευταία δεκαετία.
Λεξικό Δέντρο
illustrative
illustrate



























