Idling
volume
British pronunciation/ˈa‍ɪdlɪŋ/
American pronunciation/ˈaɪdəɫɪŋ/, /ˈaɪdɫɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "idling"

01

having no employment

word family

idle

idle

Verb

idling

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store