LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Idling
/ˈaɪdlɪŋ/
/ˈaɪdəɫɪŋ/, /ˈaɪdɫɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "idling"
Idling
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
having no employment
word family
idle
idle
Verb
idling
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
idler pulley
idler
idleness is the root of evil
idleness
idle words
idly
ido
idocrase
idol
idol worship
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App