Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hymn
01
ύμνος, εκκλησιαστικό τραγούδι
a religious song intended to praise God, especially sung by Christians in congregation
Παραδείγματα
The congregation sang a hymn at the beginning of the service.
Η συγκέντρωση τραγούδησε έναν ύμνο στην αρχή της λειτουργίας.
Everyone joined in to sing the traditional hymn together.
Όλοι συμμετείχαν για να τραγουδήσουν μαζί τον παραδοσιακό ύμνο.



























