LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Huntingdon elm
/hˈʌntɪŋdən ˈɛlm/
/hˈʌntɪŋdən ˈɛlm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "huntingdon elm"
Huntingdon elm
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
erect vigorous hybrid ornamental elm tree
word family
huntingdon elm
huntingdon elm
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hunting watch
hunting spider
hunting season
hunting permit
hunting lodge
huntingdon willow
huntington's disease
huntress
huntsman
huntsman spider
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App