Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
huffy
01
πικραμένος, εξοργισμένος
roused to indignation or visibly irritated
Παραδείγματα
She got huffy when they joked about her cooking.
Θύμωσε όταν αστειεύτηκαν για το μαγείρεμά της.
Do n't get huffy, we were only teasing.
Μην θυμώνεις, απλώς αστειευόμασταν.
02
ευερέθιστος, ευαίσθητος
easily offended or quick to take things personally
Παραδείγματα
He 's so huffy that even mild criticism upsets him.
Είναι τόσο ευέξαπτος που ακόμα και μια ήπια κριτική τον αναστατώνει.
My uncle is so huffy that even gentle teasing bothers him.
Ο θείος μου είναι τόσο ευέξαπτος που ακόμα και τα ήπια πειράγματα τον ενοχλούν.
Λεξικό Δέντρο
huffily
huffiness
huffy
huff



























